annoyed - ορισμός. Τι είναι το annoyed
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι annoyed - ορισμός

IRRITATING BEHAVIOR
Annoy; Annoying; Obnoxious; Exasperation; Annoyed; Petulancies; Petulancy; Narked; Bothering; Annoyant
  • fr}}

annoyed         
If you are annoyed, you are fairly angry about something.
She is hurt and annoyed that the authorities have banned her from working with children.
= angry
ADJ: usu v-link ADJ, oft ADJ prep, ADJ that
see also annoy
Annoyed         
·Impf & ·p.p. of Annoy.
annoyed         
adj.
1) annoyed at, with (we were annoyed at losing the order; he was annoyed at/with the children)
2) annoyed to + inf. (he was annoyed to find his door unlocked)
3) annoyed that + clause (she was annoyed that the library was still closed)

Βικιπαίδεια

Annoyance

Annoyance is an unpleasant mental state that is characterized by irritation and distraction from one's conscious thinking. It can lead to emotions such as frustration and anger. The property of being easily annoyed is called irritability.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για annoyed
1. Annoyed Iraq‘s interim leaders said they were "annoyed" by Mubarak‘s remarks.
2. "I‘m very annoyed," Mr Lubbock told MediaGuardian.co.uk.
3. The comment on Bangladesh‘s creation annoyed Pakistan.
4. He‘s annoyed when kept waiting and sticks relentlessly to routine.
5. It annoyed William and he doesn‘t want a repeat performance.